- καρνεόλιος
- Ημιπολύτιμος λίθος, μία από τις παραλλαγές του χαλκηδόνιου, που ανήκει στις ινώδεις κρυπτοκρυσταλλικές παραλλαγές του χαλαζία. Η ονομασία του προήλθε από το λατινικό carneus, που σημαίνει σαρκώδης. Ο κ. αποτελείται από χαλαζία και οπάλιο, δηλαδή από άνυδρο και ένυδρο διοξείδιο του πυριτίου, και παρουσιάζει σκληρότητα 7 στην ορυκτολογική κλίμακα, ειδικό βάρος 2,5-2,6 gr/cm3 και υαλώδη λάμψη. Έχει χρώμα κιτρινοκόκκινο ή αιματοκόκκινο και χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος και για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων. Τα σημαντικότερα και αρχαιότερα κοιτάσματα κ. εντοπίζονται στην Ινδία, κυρίως γύρω από τη Βεγγάλη, αλλά και στη Βραζιλία, στην Ουρουγουάη, στο Ιράν και στη Σαουδική Αραβία.
Αγαλμάτιο Βούδα από καρνεόλιο, του 18ου αι.
Dictionary of Greek. 2013.